Τη Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου και την Τρίτη 5 Δεκεμβρίου οι μαθητές της Β’ και Γ΄ τάξης του σχολείου μας αντίστοιχα επισκέφτηκαν τον τοπικό κινηματογράφο, για να παρακολουθήσουν την ταινία «Η Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα και σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Ειδικά για τους μαθητές της Β’ Λυκείου ήταν μια ευκαιρία να συγκρίνουν το απόσπασμα από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που διδάχτηκαν πρόσφατα στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με την ταινία που άντλησε έμπνευση από αυτό. Μετά την παρακολούθηση της ταινίας οι μαθητές συζήτησαν με τους καθηγητές τους τις εντυπώσεις τους για τα «μονόχρωμα» σκηνικά, τις αριστουργηματικές ερμηνείες των ηθοποιών, ειδικά της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, αλλά και την σκοπιμότητα της παρέμβασης της σεναριογράφου και της σκηνοθέτριας στο έργο, με την επινόηση του φαντάσματος της μητέρας της Χαδούλας που συντροφεύει την πρωταγωνίστρια σε κάθε φόνο, την αντιστροφή της σειράς των φόνων και κυρίως τη δημιουργία ενός διαφορετικού τέλους για την ηρωίδα από αυτό του βιβλίου. Συμφώνησαν ότι μπορεί να μη βίωσαν την ικανοποίηση του θανάτου της φόνισσας «μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης» ωστόσο αντιλήφθηκαν την ανισότητα των δύο φύλων από μια διαφορετική προσέγγιση, αυτή της άσκησης βίας από γυναίκα σε γυναίκα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η προσωπική ερμηνεία καθενός από τους μαθητές σχετικά με την τελευταία σκηνή της ταινίας, επίσης προσθήκη των δημιουργών, αφού με τον αινιγματικό της χαρακτήρα άφηνε πολλά ερωτηματικά…
Κριτική για την ταινία «Η Φόνισσα», Μελίνα Βασιλείου
Παρακολουθήσαμε πρόσφατα με το σχολείο την ταινία «Η Φόνισσα» σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα και σενάριο της Κατερίνας Μπέη εμπνευσμένη από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Είναι μια ταινία που έχει συζητηθεί πολύ και σίγουρα θα μείνει αξέχαστη εμάς που την παρακολουθήσαμε.
Η πλοκή εξελίσσεται γύρω στο 1900. Αφορά την ιστορία μιας πολύτεκνης χήρας, της Χαδούλας ή Φραγκογιαννούς, η οποία προσπαθεί να επιβιώσει σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία ασκώντας το επάγγελμα της μαίας, που κληρονόμησε από τη μητέρα της. Τα ψυχικά τραύματα που κουβαλά από την βασανισμένη της παιδική ηλικία (“(«Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου… όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της”) ») κάνουν τον νου της να «ψηλώνει» και οδηγείται χωρίς να το καταλάβει στο έγκλημα, πνίγοντας αρχικά την εγγονή της και ύστερα κορίτσια του χωριού. Το τραγικό πρόσωπο της Φραγκογιαννούς εξεγείρεται ενάντια σε έναν κόσμο που θεωρεί τη γυναίκα βάρος και πολλές φορές -λόγω της υποχρέωσης της προίκας- ως εμπορεύσιμο αντικείμενο. Προσπαθεί λοιπόν να απαλλάξει τα μικρά κορίτσια από τα βάσανα που τους επιφυλάσσει η ζωή.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα της ταινίας γίνεται αισθητή ήδη από την αρχή της, με τον συννεφιασμένο ουρανό, τα χαρούμενα γέλια των αθώων κοριτσιών που παίζουν και την αχρωμία των σκηνικών με έμφαση στο λευκό, το γκρίζο και το μαύρο χρώμα. Όσο για τη μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, που δεν περιλαμβάνει οργανική συνοδεία, παρά μόνο ήχους ανθρώπινων φωνών, νιώσαμε πως πλαισιώνει τις σκηνές κορυφώνοντας τη συναισθηματική φόρτιση του θεατή αλλά και την αγωνία του, όπως ένας χορός αρχαίας τραγωδίας.
Την πρωταγωνιστική θέση, ωστόσο, κατέχουν οι ηθοποιοί και ιδιαίτερα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία στάθηκε για άλλη μια φορά αντάξια της ηρωίδας που ερμήνευε. Ο κοφτός της τόνος, το παγωμένο της βλέμμα και η πραγματικά ανατριχιαστική κραυγή της στο φινάλε αποδεικνύουν πως έδωσε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας! Ανατριχιαστική ήταν και η σκηνή που προβάλλει ξεκάθαρα τη λογική πίσω από το έγκλημα με την Χαδούλα να νανουρίζει το μωρό που σκοπεύει να πνίξει και να του ψιθυρίζει: «Θα σε κάνω πουλί να πετάξεις» (ευχή που είχε κάνει και για τον εαυτό της, όταν την καταδιώκουν οι χωροφύλακες για να τη συλλάβουν). Πειστικότατη ήταν και η ερμηνεία της Μαρίας Πρωτόπαππα ως μητέρα της Χαδούλας.
Επειδή όμως η ταινία είναι εμπνευσμένη από το έργο του Παπαδιαμάντη και όχι πιστή μεταφορά στο σινεμά, η Εύα Νάθενα έδωσε και την προσωπική της πινελιά. Πιστεύουμε ότι με την αλλαγή της σειράς των φόνων ήθελε να δώσει έμφαση στην υπέρβαση της λογικής σε σημείο που να επιτρέπεται η δολοφονία ακόμη και συγγενικών προσώπων. Άλλωστε και η ίδια η σεναριογράφος σε συνέντευξή της στην Καθημερινή δηλώνει ότι ήθελε να αποδώσει τη βία που ασκούνταν από γυναίκες σε γυναίκες και τη βίαιη διάσταση κάθε επανάστασης στο κατεστημένο.
Όσον αφορά το τέλος της ταινίας, ήταν σίγουρα απρόσμενο, ίσως και διφορούμενο. Άραγε με τη βουτιά στο κενό η ηρωίδα να θυσιάζει τη ζωή της για να απαλλαγεί από τον άλλο της εαυτό χωρίς να προξενήσει άλλο κακό; Ή μήπως είχε αποφασίσει από πριν ότι ήθελε να βάλει τέλος στη ζωή της και δεν άντεχε στη σκέψη να αφήσει πίσω την πολυαγαπημένη της μητέρα; Παρόμοιους προβληματισμούς έχουμε και για την καταληκτική σκηνή της ταινίας, που θυμίζει αυτό μιας σύγχρονης ταινίας τρόμου με την υπόνοια ότι η κατάρα«του φύλου» συνεχίζεται στις επόμενες γενιές.
Προσωπικά, πιστεύω ότι η ταινία περιστρεφόταν γύρω από το θέμα του έργου, τη φυλετική ανισότητα και την έμφυλη βία, παρά τις παρεμβάσεις της Νάθενα. Είναι αλήθεια ότι η αλλαγή στην χρονική σειρά με μπέρδεψε σε κάποια σημεία, ενώ δεν ένιωσα την κάθαρση της ηρωίδας στο τέλος της ταινίας. Ωστόσο, πιστεύω ότι αξίζει να την παρακολουθήσει κανείς, κι ας μην έχει διαβάσει το διήγημα, γιατί θίγει ένα ζήτημα που δυστυχώς αντιμετωπίζουμε και σήμερα.