Η ΦΟΝΙΣΣΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

 

«Ὤ, πόσα ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. Ἀκόμη καὶ τ’ ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνήσκουν − ἂν καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου − παρ’ ὅσον τὰ ἀπειράριθμα θηλυκὰ τῆς φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἑφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη.Ἂ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ὁ νοῦς του»!

Η «Φόνισσα» θεωρείται το κορυφαίο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της όχι μόνο της νεοελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Γραμμένη στην καθαρεύουσα η «Φόνισσα» αποτελείται από 17 κεφάλαια και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Παναθήναια» σε συνέχειες, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1903, έχοντας ως υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα».  Διήγημα, νουβέλα ή “κοινωνικόν μυθιστόρημα”, όπως και αυτοπροσδιορίζεται; Ενώ οι φιλολογικές διαφωνίες για την ειδολογική κατάταξη της δημοσιευμένης το 1903 και τυπωμένης σε βιβλίο το 1912 “Φόνισσας” συνεχίζονται, η άποψη ότι αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας είναι σχεδόν ομόφωνη.

Η  Φραγκογιαννού, είναι μια πολύτεκνη χήρα, η οποία πέρασε μια τυραννισμένη ζωή σε ένα άγονο νησί του 18ου αιώνα – “Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου… όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της”. Στην έβδομη δεκαετία της ζωής της κι ενώ αναλογίζεται το παρελθόν της, πνίγει δύο μικρά κοριτσάκια θέλοντας να τα απαλλάξει από τα μελλοντικά βάσανά τους. Όταν άλλο ένα πέφτει στο πηγάδι, χωρίς εκείνη να έχει την παραμικρή ανάμειξη, οι υποψίες των αστυνομικών και των συγχωριανών της θα πέσουν επάνω της.

Η μορφή της δολοφόνου-τιμωρού Φραγκογιαννούς, που εν πλήρει συνειδήσει σκοτώνει ως ελευθερώτρια μικρά κορίτσια για να τα λυτρώσει από τα βάσανα, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.  Ο Παπαδιαμάντης δεν επιλέγει στρατόπεδο, δεν δικαιολογεί ούτε κατακεραυνώνει την ηρωίδα του, απλώς εκθέτει τα γεγονότα και τις αιτίες, που τα προκάλεσαν, αφήνοντας το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Αυτό για την εποχή ήταν εξαιρετικά ανατρεπτικό, επειδή ακριβώς ο μεγάλος λογοτέχνης γράφει για μία γυναίκα, που διαπράττει το πιο φρικτό έγκλημα και μάλιστα κατά συρροή.

Παράλληλα, στη « Φόνισσα» ο Παπαδιαμάντης αποτυπώνει τη μεταβατική περίοδο του ελληνικού κράτους, που απελευθερωμένο από την τουρκική κυριαρχία, αναζητάει τη δική του ταυτότητα και καταγράφει κοινωνικές ανισότητες, αλλά και την άνοδο της αστικής τάξης, που εκείνη την περίοδο αρχίζει να ανασυγκροτείται.

Το πλέον σημαντικό είναι πως πέρα από τα στεγανά, ο Παπαδιαμάντης τολμάει να διεισδύσει βαθύτερα σε αυτή την ιστορία ανατρέποντας προκαταλήψεις και στερεότυπα μιας  καθαρά πατριαρχικής κοινωνίας. Η γυναικοκτονία στην επαρχία τότε ήταν μία αρκετά συνηθισμένη πρακτική, προκειμένου οι οικογένειες να εξασφαλίζουν την ακίνητη περιουσία τους. Αυτό το κοινό μυστικό ο Παπαδιαμάντης το ήξερε καλά, όχι όμως και οι κάτοικοι των αστικών κέντρων στους οποίους απευθυνόταν, οι οποίοι υποδέχθηκαν το μυθιστόρημα με ανάμεικτα συναισθήματα. Το ίδιο συνέβη και με τους κριτικούς, που αντιμετώπισαν αμήχανα αυτό το πρωτοποριακό για την εποχή του κείμενο, το οποίο έπρεπε να περιμένει περίπου μία δεκαετία για να βρει τη θέση που δικαιωματικά του αξίζει. Μόνο ο Παύλος Νιρβάνας τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά για την αξία του βιβλίου, αλλά και για τη θέση της γυναίκας, όπως την αποτύπωσε ο Παπαδιαμάντης.

Με τη δημοσίευση όμως της ιστορίας της «Φόνισσας» άρχισαν να δημοσιεύονται  αρκετές μελέτες σε έγκριτα περιοδικά, όπως τη «Νέα Εστία», φέρνοντας στο φως μία φρικτή πραγματικότητα για έναν άγραφο νόμο που επέτρεπε αυτές τις δολοφονίες, γεγονός που ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη. Άρα, το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη πέρα της αναμφίβολης λογοτεχνικής του σημασίας, άσκησε και σημαντική κοινωνική επιρροή.

Η Φραγκογιαννού δεν είναι ένας συνηθισμένος χαρακτήρας, όπως και η Φόνισσα δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο. Σύμφωνα με τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, συγγραφέα και πρόεδρο του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την έκδοση του μυθιστορήματος από τις εκδόσεις Εστία προ εικοσαετίας, «χωρίς τη Φόνισσα, το έργο του Παπαδιαμάντη θα ήταν μισό». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα long seller και ταυτόχρονα best seller – μόνο στον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο έχει ξεπεράσει εδώ και καιρό τις 50 χιλιάδες αντίτυπα. Υπάρχουν αρκετές ακόμα εκδόσεις, είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο και μέρος του διδάσκεται στα σχολικά βιβλία. Όλοι έχουμε μια επαφή με το κείμενο. Εύλογα λοιπόν θα αναρωτηθούμε: Πώς έγινε best seller και μέρος της εθνικής μας κουλτούρας ένα βιβλίο που καταγράφει παιδοκτονίες με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες;

Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν ένας συνηθισμένος συγγραφέας, ήταν και δεν ήταν εδώ μαζί μας στη γη – με το ένα πόδι βρισκόταν στην ταβέρνα, με το άλλο σε κάποιο φιλοσοφικό υπερπέραν γεμάτο από τις διδαχές του χριστιανισμού. Μάλιστα, πολλές φορές έπραττε το απροσδόκητο, όπως ακριβώς έκανε η εμβληματική του ηρωίδα, η οποία σκότωνε κορίτσια για να τα λυτρώσει. {…}

 

Ο Παπαδιαμάντης όμως μοιάζει να μη θέλει να δώσει λύση στον γρίφο που βάζει στον αναγνώστη. «Είχε ψηλώσει ο νους της!» γράφει βάζοντας πρόωρο τέλος στις λογοτεχνικές συζητήσεις.    Δεν υπάρχει κάποια πολύ λογική εξήγηση στον γρίφο της. Απλώς στο τέλος μένει η εικόνα μιας ηλικιωμένης γυναίκας, ενός πλάσματος που θυμίζει πιο πολύ κάτι ανάμεσα σε αγρίμι και στοιχειό πάρα άνθρωπο, να περνάει ένα θαλασσινό πέρασμα και να χάνεται για πάντα, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παπαδιαμάντης, «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

 

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Το 1974, ο Κώστας Φέρρης, με τη Μαρία Αλκαίου  πρωταγωνίστρια, έκανε τη δική του, πρωτότυπη για την εποχή, ταινία.

Δείτε την ταινία του 1974 στον παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/watch?v=y7sGZiofgrw&t=42s

Μία επόμενη μεταφορά της νουβέλας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θα συμβεί σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1993, όταν ο Άγγελος Κοβότσος θα σκηνοθετήσει την «Φόνισσα» με πολύ καλό καστ (Τούλα Σταθοπούλου, Ανθή Ανδρεοπούλου, Θάλεια Αργυρίου, Γιώργος Γιωγλερής, Γιώργος Κέντρος κ.ά.) και με μουσική του Γιώργου Παπαδάκη, για την τηλεόραση – με την τηλεταινία να προβάλλεται, για πρώτη φορά, σαν μίνι-σειρά τριών επεισοδίων.

 

Άλλα 20 χρόνια πιο μετά σχεδόν, το 2012, «Η Φόνισσα» θα γνωρίσει μία τρίτη στη σειρά κινηματογραφική διασκευή, αυτή την φορά από την Στέλλα Αρκέντη με την  Ιωάννα Γκαβάκου στο ρόλο της Φραγκογιαννούς .

 

 

Το 2023 η  Εύα Νάθενα σε  σενάριο της Κατερίνας Μπέη, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα σκηνοθετεί και μεταφέρει στον κινηματογράφο τη δική της εκδοχή για τη  Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Την πρωταγωνίστρια η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη,  πλαισιώνει ένα καστ καταξιωμένων Ελλήνων ηθοποιών που απαρτίζεται από τους: Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστο Στέργιογλου, Στάθη Σταμουλακάτο, Δημήτρη Ήμελλο, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλη Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννη Τσορτέκη, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ρίτα Λυτού, Λωξάντρα Λούκας και Αριάδνη Βελλή.

 

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποσπώντας έξι βραβεία, ενώ η επίσημη πρεμιέρα πραγματοποιήθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 2023 στο Θέατρο «Παλλάς» στην Αθήνα, παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, και πολλών ακόμα εξεχόντων προσωπικοτήτων. Η προβολή στις υπόλοιπες κινηματογραφικές αίθουσες της ελληνικής επικράτειας ξεκίνησε την ίδια ημέρα.

Στην έμφυλη βία, και στη βία γενικότερα, εστίασε και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στη σύντομη αλλά δυνατή ομιλία της στο τέλος της πρεμιέρας της ταινίας στην Αθήνα στο Θέατρο Παλλάς (είχε προηγηθεί η προβολή της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, από όπουέφυγε με πολλά βραβεία). Όπως είπε η πρωταγωνίστρια όταν ανέβηκε στη σκηνή: «Στα χρόνια της πανδημίας αυξήθηκε τόσο πολύ η έμφυλη βία και σχεδόν καθημερινά ακούμε όλα αυτά τα απίστευτα περιστατικά, τις γυναικοκτονίες, κάποιοι δεν δέχονται καν τον όρο.

»Η ταινία μας ήρθε απλώς να υψώσει κι αυτή τη φωνή της, όλοι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι γύρω μου, αυτές οι θαυμάσιες γυναίκες, η Εύα [Νάθενα] πάνω απ’ όλα, θελήσαμε να υψώσουμε αυτή την κραυγή διαμαρτυρίας, είναι καιρός να σταματήσει πια το κακό, ας αγαπηθούμε, και τα φύλα μεταξύ μας, οι άνθρωποι μεταξύ μας. Όχι άλλη βία, όχι άλλοι πόλεμοι, όχι άλλα παιδιά να σκοτώνονται».

 Διαβάστε αποσπάσματα από κριτικές για την ταινία του 2023:

https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3023462/fonissa/

 

Η αριστουργηματική νουβέλα του Παπαδιαμάντη διασκευάζεται σαν ένας καφκικός, έμφυλα και κοινωνικά προσδιορισμένος υπαρξιακός εφιάλτης. Υποβλητική ατμόσφαιρα, συγκροτημένη σκηνοθεσία και μια πληθωρική ερμηνεία από την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Η ηρωίδα της πληθωρικής Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη μεταμορφώνεται σε μια Φραγκογιαννού από ταινία τρόμου. Την αίσθηση ενισχύει το εύρημα του “φαντάσματος” της μητέρας της, η αγγελοπουλική εικονογραφία, τα ασφυκτικά εσωτερικά πλάνα (με τις πόρτες να “καδράρουν” κλειστοφοβικά τις πρωταγωνίστριες) και ένα υπερβολικό κατά στιγμές στιλιζάρισμα χαρακτήρων, τοπίων και συμπεριφορών, το οποίο υπερβαίνει το νατουραλισμό και σπρώχνει τη “Φόνισσα” στα όρια του θρίλερ. Στοιχεία τα οποία εντυπωσίασαν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου η ταινία απέσπασε έξι συνολικά βραβεία, ανάμεσά τους αυτά του κοινού και των διεθνών κριτικών.{…}

 

Πολλοί από τους νεότερους αναγνώστες, οι οποίοι θα δουν αυτές τις μέρες την κινηματογραφική μεταφορά της Φόνισσας στα σινεμά, πιστεύουν λανθασμένα ότι τα παλιότερα ελληνικά κείμενα δεν κουβαλούν αρκετό «σκοτάδι» στις σελίδες τους. Υπάρχει η αίσθηση ότι δεν βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο, ότι δεν βυθίζονται στα επικίνδυνα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Με λίγα λόγια, ότι δεν προσφέρουν έντονες συγκινήσεις, όπως τα σύγχρονα θρίλερ ή κάποια περιπετειώδη μυθιστορήματα-σταθμοί της αγγλοσαξονικής παράδοσης. Αρκεί, βέβαια, μία ανάγνωση διηγημάτων σαν το Πίστομα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, για να πειστεί κανείς για το αντίθετο. Τι πιο κτηνώδες, τι πιο απάνθρωπο από τον φόνο ενός παιδιού; {…} Μιλώντας με την Κατερίνα Μπέη, σεναριογράφο της κινηματογραφικής μεταφοράς της Φόνισσας, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια πληροφορία που άκουγα πρώτη φορά: σύμφωνα με τη δική τους έρευνα, υπήρχε σε απομακρυσμένα μέρη της ελληνικής επικράτειας –όπως σε χωριά της Μάνης– ο θεσμός του «πνίχτη». Ένας άνδρας ή μια γυναίκα, με άλλα λόγια, που αναλάμβανε να απαλλάξει τους γονείς από τα δεύτερα, τρίτα ή τέταρτα κορίτσια, τα οποία δεν μπορούσαν να προικίσουν. Ήταν οικογενειακά βαρίδια και έπρεπε να πεθάνουν – για να μην ταλαιπωρήσουν και να μην ταλαιπωρηθούν.{…}

«Οι γυναίκες υποφέρουν, και η ζωή που έχουν μπροστά τους είναι χειρότερη από τον θάνατο», συμπληρώνει η σεναριογράφος, πριν χαρακτηρίσει τη Φόνισσα ως ένα στρεβλά φεμινιστικό έργο. Αρκεί, όμως, αυτή η εξήγηση για ένα από τα σημαντικότερα, πιο σκοτεινά και πρωτότυπα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο, παρά τις δυσκολίες της γλώσσας για τους σημερινούς αναγνώστες, διαβάζεται ανελλιπώς από τότε μέχρι σήμερα;{…}

 

https://www.filmandtheater.gr/fonissa/

 

Στο παρόν κείμενο θα διαφωνήσω αρκετά με τις διθυραμβικές σχεδόν κριτικές που έχει λάβει η ταινία «Φόνισσα» πριν καλά ακόμη ξεκινήσει την έκθεσή της στους κινηματογράφους και στους θεατές. Και μακάρι η ταινία να πάει καλά και να κόψει τα αναγκαία εισιτήρια με την ανταπόκριση του κοινού, κάποια πράγματα όμως πρέπει να  γράφονται. Ειδικά όταν στεκόμαστε αντιμέτωποι με το εκπληκτικό βιβλίο του Παπαδιαμάντη. Ένα ψυχογραφικό «θρίλερ» της ελληνικής επαρχίας λίγο μετά το τέλος της οθωμανικής κατοχής. Μια αριστοτεχνική σκιαγράφηση της πρώτης ίσως κατά συρροή δολοφόνου της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.

Μα η ταινία και πιο συγκεκριμένα η σκηνοθέτης κ. Νάθενα (πρώτη μεγάλου μήκους)  αποφασίζει να τραβήξει τον δικό της δρόμο αφήνοντας κατά μέρος μεγάλο μέρος από το βιβλίο  κυρίως σε επίπεδο ψυχοδράματος και να μας παραδώσει εν τέλει με χρήση εξαιρετικών σκηνικών και μέτριας δραματουργικής καθοδήγησης ηθοποιών . Μία ταινία καταγγελία κατά της ανδρικής βίας και της γυναικείας χειραφέτησης (δηλαδή μια ταινία που σχεδόν απλώνει σε όλη του τη διάρκεια το  ανομολόγητο μίσος της τρομοκρατημένης γυναίκας προς το βάρβαρο ανδρικό στοιχείο).

Πρόκειται για μια μονομερή (παρα)χάραξη του αριστουργήματος του Σκιαθίτη συγγραφέα, με μια δόση μεταμοντερνισμού και νεωτερισμού που δε φαίνεται να έχει κάποιος ανάγκη σήμερα και που πρέπει να είναι πολύ αριστοτεχνικά όλα αυτά για να πετύχουν. Ειδικά όταν η  ταινία είναι γυρισμένη με τηλεοπτική λογική και παλαιού τύπου αισθητική κινηματογράφησης.

Στην ουσία είναι μια τάση που ξεκίνησε εδώ και λίγα χρόνια (κυρίως από τον γαλλικό κινηματογράφο) όπου ο δημιουργός κάνει μια «νέα ανάγνωση» δικής του προέλευσης σε ένα βιβλίο και από εκεί και πέρα στήνει το φιλμ όπως αυτός θέλει κάνοντας ωστόσο -άδικη- χρήση όλων των όρων του βιβλίου.

Στην ταινία της Νάθενα, «Φόνισσα», δεν υπάρχουν ισχυροί δομικοί χαρακτήρες μα περισσότερο αναιμικοί. Η κουραστική επανάληψη του φαντάσματος της μητέρας της Φραγκογιαννούς, τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα πλάνα με τα ίδια βουνά και σύννεφα, οι βλοσυροί άνδρες που δύσκολα τους παίρνεις λόγο  και δέρνουν με το παραμικρό, οι υποταγμένες γυναίκες στη μοίρα τους και κάπου εκεί μια ηλικιωμένη που αποφασίζει να πνίξει κοριτσάκια για να τ’απαλλάξει από το υπόλοιπο της βασανισμένης ζωής που τα περιμένει, μας δίνονται δυστυχώς επιδερμικά (πάντα σε σχέση με το αριστουργηματικό βιβλίο).{…}

Η Κ. Καραμπέτη αποδίδει το ρόλο με μεγάλη δική της πρωτοβουλία και συχνά χωρίς ιδιαίτερη σκηνοθετική παρέμβαση. (Άλλο σκηνοθεσία άλλο οδηγίες απλές προς τους ηθοποιούς να παίξουνε «ελεύθερα»). Είναι σημεία που βγαίνει τελείως από την ψυχοπάθεια του χαρακτήρα-δολοφόνου για ν’αποδώσει με υστερικό τρόπο και γκροτέσκ ερμηνεία τη Φραγκογιαννού (εδώ η ευθύνη βαραίνει τη σκηνοθέτη όχι την εξαιρετική ηθοποιό).

Σαφώς τα σκηνικά και ο περιβάλλον εξωτερικός χώρος εμπνέουν και δημιουργούν το ασφυκτικό κλίμα της ελληνικής επαρχίας τότε που μέσα της έπνιγε όχι μόνο τις γυναίκες αλλά και τους άνδρες. Θα πρέπει όμως να σταθούμε και να αναλύσουμε αν τελικά αυτή η ταινία «Φόνισσα» αποτελεί μια μεταφορά της «Φόνισσας» ή  με αφορμή το βιβλίο στήνεται μια καινούργια, διαφορετική ταινία που συνειδητά παίρνει θέση μακριά από τα νόημα του έργου του Παπαδιαμάντη για να δώσει νέα, δικά της νοήματα-υποκειμενικές προεκτάσεις. Και προφανώς -κατά τη σκέψη μας- ισχύει το δεύτερο.{…}

Τα βιβλία όμως τύπου Φόνισσας Φραγκογιαννούς, καλό είναι να μην τα πειράζουν.  Ή να το σκέφτονται δυο και τρεις φόρες πριν το κάνουν. Ας θυμηθούμε τι είπε σχετικά ο μεγάλος δάσκαλος του σινεμά, Αντρέι Ταρκόφσκι: «Τα βιβλία που είναι αριστουργήματα μόνο κάποιος που αδιαφορεί για την τέχνη θα θελήσει να τα μεταφέρει στην οθόνη…» («Σμιλεύοντας το χρόνο»,  εκδ. Νεφέλη).

 

 

Ψηφιακές πηγές

 

https://www.greek-language.gr/greekLang/literature/anthologies/new/show.html?id=267

 

https://www.lifo.gr/culture/cinema/i-fonissa-toy-alexandroy-papadiamanti-ston-elliniko-kinimatografo

https://www.bovary.gr/art/analyse/fonissa-alexandroy-papadiamanti-tainia

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%83%CE%B1_(%CF%84%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CE%B1,_2023)

https://fotodendro.blogspot.com/2011/11/blog-post_24.html

 

https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3023462/fonissa/

https://www.kathimerini.gr/k/k-magazine/562763629/fonissa-to-archetypiko-elliniko-thriler/

https://www.filmandtheater.gr/fonissa/

https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/literature_history/search.html?details=66

https://www.papadiamantis.net/aleksandros-papadiamantis/o-a-p-stis-texnes/kinimatografos-tileorasi

https://www.marieclaire.gr/art-lifestyle/i-kariofillia-karampeti-perase-to-pio-dinato-minima-sto-telos-tis-provolis-tis-fonissas-as-agapithoume-ta-fila-i-anthropi/

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *