ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΙΠΙΤΣΑΣ ΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΥ

Αφήγηση της Πιπίτσας Μπουγιούκου, το γένος Παπαδοπούλου

Η οικογένεια

 

Ο πατέρας μου ήταν από την Άγκυρα. Έχει βγάλει το σχολαρχείο εκείνη την εποχή, αλλά μετά τον πόλεμο έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να μην τον πάρουνε στρατιώτη. Ο παππούς μου ήταν Μηχανικός και έχει φτιάξει το κυβερνείο της Άγκυρας. Υπάρχει ακόμα σε επιγραφή το όνομά του, Μιχαήλ Παπαδόπουλος.
Η μαμά μου ήταν από το Αϊβαλί, τις Κυδωνίες, της Μικράς Ασίας. Τους είχαν διώξει και το 1920 και τους πήγανε μέσα στο Μπαλού Κεσέρ τους Έλληνες. Τα κορίτσια τα ντύνανε στα μαύρα για να μην τα αρπάξουν οι στρατιώτες, οι τσέτες. Μετά από ένα χρόνο τους ξανάφεραν στα σπίτια τους, τα οποία τα βρήκανε χαλασμένα από τις ξιφολόγχες και τη φωτιά. Και μετά τους διώξανε ξανά.
Με το δικό τους καράβι ήρθε εδώ η μαμά μου, που ήταν δύο χρονών, με τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου είχε τρία παιδιά και τη λυπήθηκε ο Τούρκος επειδή κράταγε παιδιά και δεν την έψαξε να της πάρει τα χρυσαφικά που είχε. Τα είχε κρύψει στα ρούχα των παιδιών της. Όταν έφτασαν στο Ναύπλιο, μείνανε σε ένα Καθολικό μοναστήρι, την Ελληνογαλλική, δίπλα στον Άγιο Γιώργη.
Επειδή δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί για καιρό βρήκαν κάποιες δουλειές σε κάποιες κυρίες του Ναυπλίου. Ήτανε πολύ χρυσοχέρες οι δικές μου οι θείες, φτιάχνανε προίκες. Έφτιαχναν σεντόνια και τέτοια παρόμοια. Οπότε μάζεψαν λεφτά και νοίκιασαν ένα σπίτι στην Πρόνοια. Η γιαγιά μου πρώτα δούλεψε στο εργοστάσιο του Κύκνου. Ο ένας ο γιος της δούλευε σαν εργάτης εδώ και κει ο άλλος ήτανε ζωγράφος.
Ήρθε εδώ ο και ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρας μου με τις αδελφές του, γιατί είχε πεθάνει η μάνα τους εντωμεταξύ. Ο πατέρας μου ήξερε να χορεύει και ήτανε και χοροδιδάσκαλος. Όπου γινότανε χορός στο Ναύπλιο τον καλούσανε γιατί ήξερε να χορεύει καντρίλιες. Έπαιρνε το βιολί, την αδερφή του, την πιο μεγάλη, και πηγαίνανε μαζί και μάθαιναν στους Ναυπλιώτες τις καντρίλιες. Πώς έγινε ο πατέρας μου φωτογράφος δεν το ξέρω.

Ο Συνοικισμός «Νέο Βυζάντιο»

 

Τα σπίτια οι οικογένειές μας τα πήρανε με κλήρο. Το οικόπεδο για τους πρόσφυγες ξεκινούσε από την Ενδέκατη μέχρι τους Αγίους Θεοδώρους. Ο καθένας έδινε το όνομα του, πόσα άτομα ήτανε η οικογένεια και με κλήρο περνάνε τα σπίτια. Κατά σύμπτωση έτυχε της γιαγιάς μου και του πατέρα μου να είναι κοντά. Αυτά είχανε μείνει στο τέλος. Μάλιστα, η κλήρωση έγινε στο σπίτι μας.
Τα σπίτια τα πήραμε έτοιμα. Είχαν ένα δωμάτιο, ανάλογα με τα άτομα, ένα χώρο, και ένα το είχαμε σαν κουζινάκι, αλλά όλοι το φτιάξαμε δωματιάκι μικρό. Η τουαλέτα ήταν έξω και ήταν τούρκικη. Δεν είχαμε νερό αλλά υπήρχε μια βρύση. Κάθε σπίτι είχε και την τρόμπα του. Και κάναμε όχι μόνο τη λάτρα, αλλά πίναμε και από κει.
Αυτό το νερό τραβήχτηκε όταν ο Κύκνος μεγάλωσε και έκανε δικιά του γεώτρηση. Τράβηξε τα νερά αυτά και ερχότανε υφάλμυρο και η μόνη που κράτησε πιο πολλά χρόνια ήταν η δικιά μας.
Όταν ήμουν παιδί οι δρόμοι ήτανε από χώμα. Έχω και φωτογραφία που πηγαίνω σχολείο και πατάμε στο χώμα και θυμάμαι πώς έπεσε και η άσφαλτος. Μετά που δεν είχαμε νερό, βάλανε μια βρύση στη γωνία του σημερινού ζαχαροπλαστείου στη Βυζαντίου. Μια βρύση βρισκόταν στην άλλη γωνία του ιερού Αγίου Κωνσταντίνου. Είχαν έτσι 3 – 4 βρύσες για να πίνουμε καθαρό νερό. Εκεί γινόταν τσακωμός. Και εδώ πίσω από το μύλο υπήρχε μια βρύση οποία έτρεχε μέρα νύχτα και ήταν το νερό της Άριας. Και αυτό μας έσωσε. Γιατί εντάξει, όταν δεν είχες νερό…

 

Η εκκλησία και το σχολείο

 

 

Στο οικόπεδο που χτίστηκαν τα σπίτια είχαν αφήσει χώρο για το σχολείο και ένα χώρο για την εκκλησία.
Στην αρχή έγινε σχολείο τριών τάξεων. Εγώ δεν το πρόλαβα γιατί τότε το κτίζανε. Εμείς κάναμε μάθημα σέ ένα χώρο απέναντι από τον Κύκνο, εκεί που είναι τώρα τα ηλεκτρικά. Εκεί κάναμε Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη. Κάναμε μάθημα και στην εκκλησία, στον Άγιο Κωνσταντίνο. Άλλες δύο τάξεις ήταν μέσα στην εκκλησία.
Είχανε μεγάλη αγάπη στα γράμματα οι πρόσφυγες. Ξεχώριζαν κατά πολύ και από τους ντόπιους περισσότερο από κοινωνική άποψη. Δεν ήτανε ψηλομύτες και ήτανε και πολύ αγαπητοί. Ήταν και ανοιχτοχέρηδες. Η γιαγιά μου τάιζε κάθε μέρα μια τσιγγάνα. Της έβαζαν νερό και την τάιζαν στην αυλή.
Οι Ναυπλιώτες δεν θέλανε τους πρόσφυγες. Τους είχαν όμως να κάνουν τις δουλειές, οι γυναίκες φτιάχνανε τις προίκες. Η οικογένειά μου απέκτησε σχέση με αυτούς όταν τη θεία Ευαγγελία, τη μικρότερη, την αγάπησε ένας Ναυπλιώτης, αλλά δεν την ήθελε η μητέρα του. Ζήτησε από τη μάνα του και πήρε την περιουσία του και έφυγε στην Αμερική. Δεν μπορούσε να ζήσει στην Αμερική, επέστρεψε και τελικά την παντρεύτηκε.
Οι γάμοι γινόντουσαν στα σπίτια. Πήγαινε ο ιερέας στο σπίτι και έκανε τον γάμο. Ο πατέρας μου με τη μάνα μου παντρεύτηκαν στο σπίτι. Εμείς τότε δεν είχαμε εκκλησία στον Συνοικισμό.
Τον Άγιο Κωνσταντίνο τον φτιάξανε οι πρόσφυγες πάλι με δικά τους λεφτά. Κάθε Κυριακή πέρναγε μια Επιτροπή, και κάθε οικογένεια έδινε 5 δραχμές. Έπαιρνε όμως και η εφορεία λεφτά. Όλοι οι πρόσφυγες βοήθησαν πάρα πολύ στις εργασίες. Έχω φωτογραφία με τη μάνα μου που κουβαλάει τον ασβέστη που φτιάχνανε για χτίσουνε.
Η Θεία μου η Μαρία, που ήρθε από τη Μικρά Ασία, ήτανε νεωκόρος. Ό,τι έφτιαξε τότε στην εκκλησία το έφτιαχνε με τη βοήθεια των άλλων προφύγων. Έτσι έφτιαξε τα άμφια. Τα λάβαρα τα κέντησε μόνη της η Μαρία, η οποία για να μη χασομεράει, όταν δεν είχα εγώ σχολείο, με έβαζε και τη βοήθαγα να περνάμε τις χάντρες σε μια κλωστή.

 

 

Την αφήγηση της  Πιπίτσας Μπουγιούκου κατέγραψε ο Βαγγέλης Κοκκάλας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *