ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΩΓΩΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Αφήγηση Γωγώς Χριστοπούλου, το γένος Βαλασιάδη

 

Τον Αύγουστο του 1922 έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή. Οι Νεότουρκοι, του Κεμάλ, έδιωξαν όλους τους Έλληνες από τα χώματά τους. Όχι μόνο Έλληνες, αλλά και Αρμένιους και τους ποντίους. Όσοι σώθηκαν από τη σφαγή που τους έκαναν, οι οποίοι ήταν 3000 χρόνια άποικοι  ως πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και έφτιαξαν νέες πατρίδες, με το όνομα των χαμένων, π. χ. Νέα Ιωνία, Νέα Σμύρνη, Νέο Ηράκλειο, Νέα Χαλκηδόνα κ.τ.λ.

Έτσι, ήρθαν και στο Ναύπλιο (περίπου 900 άτομα). Τους έβαλαν στη Γαλλική Σχολή, ένα μεγάλο κτίριο δίπλα στον Άγιο Γεώργιο, ένα δωμάτιο για κάθε οικογένεια. Άλλους τους έβαλαν στους Παλιούς Στρατώνες στην Ακροναυπλία, άλλους στην παλιά Αστυνομία, το σημερινό ξενοδοχείο «Αγαμέμνων» ακόμα και σε πρόχειρες παράγκες στο Πολύγωνο. Ζούσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες.

Οι ντόπιοι δεν τους αποδέχτηκαν, τους κοιτούσαν λες και είχαν λέπρα, τους αποκαλούσαν δε τουρκόσπορους, τουρκομερίτες, ογλούδες, και πρόσφυγγες και όχι πρόσφυγες. Φοβέριζαν τα παιδιά  τους : Φάε το φαΐ σου, γιατί θα σε φάει ο πρόσφυγγας. Άλλοι έλεγαν: Δεν βούλιαζε το καράβι που σας έφερνε;

 Η άφιξη των προσφύγων στο Ναύπλιο

 

Σιγά σιγά άρχισαν να συνέρχονται. Μερικοί επαγγελματίες οικογενειάρχες έφτιαξαν παράγκες στην Πλατεία Κολοκοτρώνη και του Δικαστικού Μεγάρου και πωλούσαν διάφορα είδη, για να βγάζουν τα έξοδά τους. Άλλοι, αν και μορφωμένοι, έγιναν εργάτες, στο λιμάνι, στις αποθήκες καπνού, το σημερινό ταχυδρομείο, στον αλευρόμυλο και στον Κύκνο. Επίσης, πολλές προσφυγοπούλες εργάζονταν ως παραδουλεύτρες σε σπίτια εύπορων Ναυπλιωτών. Άλλες που ήξεραν τη βελόνα έραβαν και κεντούσαν επί πληρωμή. Έτσι περνούσε ο καιρός με πόνο και δυστυχία. Κάθε πόρτα που άνοιγε άκουγες και μια πονεμένη ιστορία.

Το 1930, επί δημαρχίας Κοκκίνου, το κράτος έδωσε χρήματα για να χτιστούν σπίτια για τους πρόσφυγες. Εδώ (στον Συνοικισμό) υπήρχε ένα τεράστιο κτήμα με ελιές, αμπέλια, ροδιές, σιτάρι, βαμβάκι και κηπευτικά. Ήταν περίπου 50 στρέμματα και ανήκε στην Άννα Ιατρού, χήρα του μεγάλου δωρητή και πρώην δημάρχου Ναυπλίου. Αυτή λοιπόν το εδώρισε στο κράτος και επιλέχθηκε να χτιστεί σε αυτό ο προσφυγικός συνοικισμός.

Ονομάστηκε δε Νέο Βυζάντιο γιατί δεν ήταν όλες οι οικογένειες από ένα νομό ή μια πόλη. Ήταν από διάφοροι διάφορα μέρη, μία, δύο ή και τρεις οικογένειες από προάστια της Κωνσταντινουπόλεως (Μαρμαρά, Κατιρλί, Μπαλουκλί και άλλα) Βουρλά, Φώκαια,Σμύρνη και ακόμα Πόντιοι και Αρμένιοι.

Αυτοί οι πρόσφυγες, όσοι ήταν από τις παραλιακές πόλεις της Μικράς Ασίας, οι περισσότεροι ήταν μορφωμένοι, είχαν τελειώσει το σχολαρχείο το σημερινό γυμνάσιο. Ήξεραν ξένες γλώσσες, κυρίως γαλλικά ακόμα και πάρα πολλοί ήξεραν και μουσική. Έφεραν δε μαζί τους τις χαρές τους, όπως έλεγαν τις εικόνες των Αγίων τους, και τα όργανά τους, όσοι είχαν σαντούρι, κανονάκι, βιολί, ούτι, μπουζούκι. Έφεραν δε στην Ελλάδα πολιτισμό, συνταγές για φαγητά, γλυκά, κεντήματα, πλεκτά και άλλα. Οι Πόντιοι δεν ξέρω τι μόρφωση είχαν. Μιλούσαν δε την ποντιακή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα επίθετά τους είχαν καταλήξεις σε -ίδης,  ­-άδης και -ογλου.

Όσοι χριστιανοί Μικρασιάτες  πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για προσκύνημα και βαπτίζονταν στον Ιορδάνη όταν γύριζαν στις πόλεις τους, έπαιρναν το όνομα Χατζής. Αυτό επικρατούσε και στα επίθετα τους και γινόντουσαν Χατζηιορδάνογλου, Χατζηγεωργιάδης, Χατζηγιάννης, Χατζηγεωργίου, Χατζηνικολάου, Χατζησάββας και ούτω καθεξής.

Η αποκατάσταση των προσφύγων

 

Φωτογραφία τελετής τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου του συνοικισμού του Νέου Βυζαντίου – 3 Απριλίου 1929 (Γενικά Αρχεία Κράτους- Ν. Αργολίδας)

Εδώ στο Συνοικισμό τα σπίτια που έχτισε το κράτος ήταν τυποποιημένα. Τα οικόπεδα ήταν άλλα 200, άλλα 250 και άλλα 400 τ.μ. Υπήρχαν και οι προσφυγοπατέρες που έπαιρναν καλό μερίδιο 2 – 3 οικόπεδα, ξέρω’ γω πώς τα καταφέρνανε; νομίζω με ρουφιανιά.

Χτίσανε τα σπίτια αφήνοντας ένα χώρο για εκκλησία και ένα για σχολείο. Η περιοχή του Νέου Βυζαντίου που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες, περικλείεται από τις οδούς Ασκληπιού, Αγαπητού, Άργους, Παλαιολόγου, Λάμπρου, Χαρμαντά, Τσιλικανίδου.

Το 1933 τελείωσε το χτίσιμο των προσφυγικών κατοικιών. Εκάλεσαν τον πρόεδρο της Ένωσης Προσφύγων για τα εγκαίνια του Συνοικισμού. Έγινε ο αγιασμός και μοιράστηκαν τα σπίτια ανάλογα με τα άτομα της κάθε οικογένειας, π.χ. η οικογένεια με 3 άτομα έπαιρνε σπίτι με ένα δωμάτιο μεγάλο 3-4 τ.μ., με 5 άτομα έπαιρνε με ένα δωμάτιο μεγάλο, ένα μικρό και ένα διάδρομο παρένθεση (αντρέ, όπως το έλεγαν), με 7 άτομα μεγαλύτερο και ούτω καθεξής. Τα σπίτια χρεώθηκαν ως δάνεια και τα προσωρινά παραχωρητήρια που τους δόθηκαν μετατράπηκαν σε οριστικούς τίτλους ιδιοκτησίας μετά την εξόφλησή τους από τους πρόσφυγες. Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας, οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα περάσουν στα χέρια τους τις επόμενες δεκαετίες, όταν θα εξοφληθούν.

Εγκαταστάθηκαν λοιπόν, αλλά αρρώστησαν όλοι από ελονοσία ακόμα γιατί εδώ ήταν βάλτος, για αυτό η Ασκληπιού είχε και από τις δύο πλευρές της ευκαλύπτους πελώριους φυτεμένη από τους Βαυαρούς επί Όθωνος. Από την Ενδέκατη μέχρι το Πολύγωνο ήταν τόσο μεγάλα τα δέντρα που οι κορυφές ενώνονταν ήταν μια υπέροχη δενδροστοιχία και προσέφεραν μια αρωματική ατμόσφαιρα. Οι καημένοι οι πρόσφυγες δεν τους έφτανε η ελονοσία αλλά τους φθινοπωρινούς ή χειμερινούς μήνες, μόλις έβρεχε, η οδός Ναυπλίου – Λυγουριού, η σημερινή λεωφόρος Ασκληπιού, μετατρέπεται συχνά σε μεγάλο ποτάμι. Όταν ο συνοικισμός πλημμύριζε, γινόταν όλος μια λίμνη. Πολλά σπίτια πλημμύριζαν. Στους δρόμους δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Ήταν νερά και πολλή λάσπη. Έβαζαν πέτρες και πατούσαν επάνω σ’ αυτές για να πάνε από το ένα σπίτι στο άλλο ή στις δουλειές τους. Επί δημαρχίας Σαγιά και Δημοτικό Σύμβουλο, για δύο τετραετίες τον Νικόλαο Βαλασάκη και με άλλες προσπάθειες, έφτιαξαν τους δρόμους του Συνοικισμού, άλλους με τσιμέντο και άλλους με άσφαλτο. Η οδός Αγίου Ανδριανού έμεινε με χώμα γιατί δεν ανήκει στο Δήμο, αλλά στη Νομαρχία και με χαντάκια και από τις δύο πλευρές με στάσιμα νερά. Έμεινε έτσι μέχρι το 1956. Η πλημμύρες σταμάτησαν όταν έγινε υπόνομος στο Πολύγωνο τα τελευταία χρόνια.

Οι Δήμαρχοι και οι Σύμβουλοι κατά καιρούς είχαν την ιδέα και απόφαση, ώστε σε πολλές οδούς του Συνοικισμού να δώσουν ονόματα προσώπων, πόλεων και περιοχών των πατρίδων που άφησαν πίσω οι πρόσφυγες, για να διατηρούνται άσβεστες οι μνήμες και στις καρδιές τους. Έτσι, σήμερα υπάρχουν στον Συνοικισμό μας οι οδοί Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Χρυσοστόμου Σμύρνης, Αδριανουπόλεως, Ίμβρου, Μικράς Ασίας, Βυζαντίου, Αλικαρνασσού, Εφέσου, Ικονίου, Τένεδου, Σινώπης, Μιλήτου, Τραπεζούντος, Ρώσσης, Περγάμου και Κυρίλλου Ε’ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

 

Άνοιξαν δύο μπακάλικα, ένα ο Αργύρης Ζαχαριάδης και ένα ο Ιωάννης Σάββας, επίσης ένα καφενείο με μεγάλη αυλή ο Ιάκωβος Κυριαζόγλου, στη γωνία των οδών Αγίου Ανδριανού και Βυζαντίου. Στην αριστερή πλευρά της Άργους, απέναντι από τα προσφυγικά σπίτια, ήταν ένα μαγαζάκι που πουλούσε κρασί η κυρά Ντουντού η Θανάσαινα , σήμερα στάση Θανάσαινας. Μπροστά από αυτό, επί της Άργους, ήταν μια παράγκα και μέσα ένας φορατζής. Άλλη μια τέτοια, ήταν στη γωνία Ασκληπιού και Βυζαντίου. Όποιος ερχόταν με εμπορεύματα ή οι γεωργοί με τα ζαρζαβατικά τους, έπρεπε να πληρώσουν φόρο για να μπουν στην πόλη και να πουλήσουν την πραμάτια τους.

Η ενσωμάτωση των προσφύγων

Ο Συνοικισμός το 1961

Ώσπου να ορθοποδήσουν οι πρόσφυγες, ήρθε ο πόλεμος του ΄40. Μετά τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή, άρχισαν να παίρνουν τα πάνω τους. Άρχισαν να περιφράζουν τα οικόπεδά τους, άλλα με συρματόπλεγμα, άλλα με μάνδρες πέτρινες. Έφτιαχναν δίπλα στα σπίτια τους και κουζινούλες με σανίδες, πλίθρες και πισσόχαρτο.

Ο Συνοικισμός χιονισμένος το 1957

 

Οι αυλές ήταν περιποιημένες με ωραίους κήπους και τα απογεύματα μαζευόντουσαν σε μια αυλή με όργανα και τραγουδούσαν τον καημό τους. Άρχισαν και οι ντόπιοι να τους αποδέχονται.

Πολλοί παντρεύονταν προσφυγοπούλες, όπως ο πατέρας μου, βέρος Ναυπλιώτης, παντρεύτηκε τη μητέρα μου, προσφυγοπούλα από την Προύσα, και εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα σε αυτό το Συνοικισμό.

 

 

Η εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης

Εκκλησία δεν είχαμε ούτε σχολείο. Υπήρχαν βέβαια οι πλατείες για να χτιστούν. Ενορία είχαμε την Ευαγγελίστρια και σχολείο, άλλα παιδιά πήγαιναν στο πρώτο δημοτικό και άλλα στο τρίτο, στην Πρόνοια. Εάν θα χτιζόταν το δικό μας, θα ήταν το δεύτερο Δημοτικό της πόλης. Πηγαίναμε στη Βαγγελίστρα για να εκκλησιαστούμε. Το χειρότερο ήταν τα Χριστούγεννα. Χτυπούσε η καμπάνα στις 3 τη νύχτα. Σηκωνόμαστε από το κρεβάτι πηγαίναμε επάνω μ’ όλο το κρύο και γυρίζαμε στις 5 το πρωί και πώς να ζεσταθούμε με το μαγκαλάκι, και όμως πηγαίναμε. Και τη Μεγάλη Εβδομάδα σε όλες τις ακολουθίες. Τη Μεγάλη Παρασκευή κατεβαίναμε μαζί με τον Επιτάφιο εδώ και στην πλατεία που είχε οριστεί για εκκλησία, ο ιερέας έκανε δέηση.

Προσφυγικό γλέντι για τη συγκέντρωση χρημάτων Υπέρ Αποπερατώσεως του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου τραγούδησε ο Μανώλης Χιώτης

 

Τη Μεγάλη Παρασκευή του 1952 κατεβήκαμε με τον Επιτάφιο από τη Βαγγελίστρα και, όπως κάθε χρόνο, έτσι και αυτή τη φορά σταματήσαμε στην πλατεία και έκανε δέηση ο ιερέας Γρηγόριος Πετρουλάς. Μετά τη δέηση έφυγε ο Επιτάφιος και όλοι σκόρπισαν στα δρομάκια και τα σπίτια τους εμείς, η οικογένειά μου και η οικογένεια του Ιάκωβου Κυριαζόγλου, ακόμα είμαστε πολύ δεμένες οικογένειες, μείναμε λίγο περισσότερο κάποια στιγμή λέει η μητέρα μου, Φωτούλα Γεωργοπούλου, «τώρα που θα ακούγαμε το Ευαγγέλιο, τώρα μένουμε εδώ.» « Ποιος μπορεί να ξανανέβει με τόση κούραση», λέει ο Ιάκωβος Κυριαζόγλου απευθυνόμενος στον νονό και θετό μου πατέρα Νικόλαο Βαλασάκη «δεν μαζευτήκαμε βρε, Νίκο, να κάνουμε μια αρχή να φτιάξουμε την εκκλησία μας;» «καλά λες, Ιάκωβε, να μαζευτούμε να το κανονίσουμε την Κυριακή του Πάσχα» « όχι την Κυριακή γιατί ο καθένας θα θέλει να μην να μείνει σπίτι του πέστε στο καφενείο για τη Δευτέρα». Έτσι και έγινε, την Δευτέρα του Πάσχα γέμισε το καφενείο συμφώνησαν όλοι και εξέλεξαν μια επιτροπή για την κατασκευή του ναού.

Την αφήγηση της  Γωγώς Χριστοπούλου κατέγραψαν  η Ελένη Καρώνη και η Νάγια Καρανικόλα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *